Οι έγκυοι που κοιμούνται λιγότερο από 7 ώρες τη νύχτα μπορεί να έχουν παιδιά με αναπτυξιακές καθυστερήσεις
Οι έγκυοι που δεν κοιμούνται αρκετά μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αποκτήσουν παιδιά με νευροαναπτυξιακές καθυστερήσεις, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Endocrine Society’s Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.
Ως βραχεία διάρκεια ύπνου (SSD) ορίζεται ο ύπνος λιγότερο από επτά ώρες τη νύχτα. Η έγκυος μπορεί να έχει προβλήματα ύπνου λόγω ορμονικών αλλαγών, δυσφορίας στην εγκυμοσύνη, συχνουρίας και άλλων παραγόντων.
Έχει αναφερθεί ότι σχεδόν το 40% των εγκύων έχουν SSD. Αυτές οι γυναίκες μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο μειωμένης ανοχής στη γλυκόζη, αντίστασης στην ινσουλίνη και διαβήτη κύησης και τα παιδιά τους μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν νευροαναπτυξιακές καθυστερήσεις. Αυτά τα παιδιά αναπτύσσουν πιο αργά τις κοινωνικές, συναισθηματικές, συμπεριφορικές, κινητικές, γνωστικές ή λεκτικές δεξιότητές τους.
«Αυτή η μελέτη υπογραμμίζει την αναγκαιότητα διαχείρισης της υγείας του ύπνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ρίχνοντας φως στη σύνδεση μεταξύ του μητρικού ύπνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της νευροανάπτυξης των παιδιών, η μελέτη μας ενδυναμώνει τις οικογένειες με γνώσεις που μπορούν να διαμορφώσουν πιο υγιεινές συνήθειες εγκυμοσύνης και να συμβάλουν στην ευημερία της επόμενης γενιά», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Peng Zhu. «Η βελτίωση των συνηθειών ύπνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αποτρέψει ή να μειώσει τον κίνδυνο νευροαναπτυξιακών προβλημάτων στα παιδιά».
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα ύπνου από 7.059 ζευγάρια μητέρας-παιδιού από 3 διαφορετικά νοσοκομεία στην Κίνα. Έλεγξαν τα παιδιά για αναπτυξιακές καθυστερήσεις από 6 μηνών έως 3 ετών και ανέλυσαν τη σχέση μεταξύ της διάρκειας του μητρικού ύπνου και του κινδύνου νευροαναπτυξιακής καθυστέρησης. Αξιολόγησαν επίσης το ρόλο των επιπέδων του πεπτιδίου C στον ορό του αίματος του ομφάλιου λώρου, τα οποία αποτελούν σταθερό δείκτη της έκκρισης εμβρυϊκής ινσουλίνης.
Η μελέτη διαπίστωσε:
Ο ανεπαρκής ύπνος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο νευροαναπτυξιακών προβλημάτων στα παιδιά, επηρεάζοντας τις γνωστικές τους ικανότητες, την ανάπτυξη της συμπεριφοράς και τις μαθησιακές τους ικανότητες.
Τα αγόρια φαίνεται να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο νευροαναπτυξιακών καθυστερήσεων όταν οι μητέρες τους εμφανίζουν SSD κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υποδηλώνοντας ότι το φύλο παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόκριση των απογόνων στους προγεννητικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Το SSD κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό της γλυκόζης της μητέρας, επηρεάζοντας έτσι το περιβάλλον ανάπτυξης του εμβρύου.
Μπορεί να υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων του πεπτιδίου C στο αίμα του ομφάλιου λώρου και των νευροαναπτυξιακών καθυστερήσεων στους απογόνους, υποδεικνύοντας ότι ο μεταβολισμός της γλυκόζης της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει την έκκριση ινσουλίνης του εμβρύου και, κατά συνέπεια, τη νευροανάπτυξή του.
«Η προγεννητική υγεία είναι σημαντική όχι μόνο για τη μέλλουσα μητέρα αλλά και για τη μακροπρόθεσμη υγεία του αγέννητου παιδιού», τόνισε ο Ζου.