Παιδιά: Επηρεάζει ο μήνας γέννησης την ψυχική τους υγεία;
Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα νέας μελέτης από τη Νορβηγία, σύμφωνα με την οποία, τα παιδιά που είναι τα νεότερα στην τάξη τους έχουν σημαντικά αυξημένες πιθανότητες να διαγνωστούν με ψυχιατρικές διαταραχές, σε σύγκριση με τους μεγαλύτερους συμμαθητές τους.
Διαβάστε επίσης: Παιδιά: Η Gen A κάνει skip… την «άβολη φάση» της προεφηβείας;
Τι λέει η έρευνα για τα νεότερα παιδιά στην τάξη
Βάσει της εν λόγω έρευνας, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό BMJ Paediatrics Open, εκτός από πολλούς γνωστούς παράγοντες, που παίζουν ρόλο στην διαμόρφωση της ψυχικής υγείας των παιδιών, οι γονείς πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν ακόμη έναν. Το πότε γεννιέται ένα παιδί μέσα στο σχολικό έτος μπορεί να παίζει μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι νομίζουμε στο αν θα λάβει διάγνωση ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα παιδιά που γεννήθηκαν Οκτώβριο-Δεκέμβριο είχαν σταθερά υψηλότερα ποσοστά ψυχιατρικών διαγνώσεων σε σχέση με τα παιδιά που γεννήθηκαν Ιανουάριο-Μάρτιο. Οι πιθανότητες λήψης διάγνωσης για οποιαδήποτε ψυχιατρική διαταραχή ήταν αυξημένες κατά 15–43% για τα νεότερα παιδιά.
Ορισμένες ομάδες, όπως τα κορίτσια που γεννήθηκαν στον μήνα τους, στο τέλος του έτους, παρουσιάζουν έως και 78% αυξημένες πιθανότητες να διαγνωστούν με διαταραχές όπως η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας).
Στην έρευνα, συμμετείχαν περισσότερα από 1,1 εκατομμύρια παιδιά.
Εγγραφή στο σχολείο και ψυχική υγεία
Οι Νορβηγοί ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 1991 και 2012, από ηλικίες 4 έως 18 ετών. Η μελέτη περιελάμβανε 1.109.411 άτομα, γεγονός που την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες έρευνες του είδους της.
Στη Νορβηγία, όλα τα παιδιά ξεκινούν το σχολείο τον Αύγουστο του έτους που γίνονται 6 ετών. Ένα παιδί που γεννήθηκε τον Ιανουάριο μπορεί να είναι σχεδόν 11 μήνες μεγαλύτερο από έναν συμμαθητή του που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο. Αυτό αποτελεί, σύμφωνα με την ομάδα των ερευνητών, μια τεράστια διαφορά σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, την ωριμότητα και τις κοινωνικές δεξιότητες στην ηλικία των 6.
Περίπου το 7% των παιδιών της μελέτης είχαν γεννηθεί πρόωρα, πριν τις 37 εβδομάδες κύησης. Οι ερευνητές τα χώρισαν σε τέσσερις ομάδες με βάση τον μήνα γέννησης: Ιανουάριος-Μάρτιος (οι μεγαλύτεροι στην τάξη), Απρίλιος-Ιούνιος, Ιούλιος-Σεπτέμβριος και Οκτώβριος-Δεκέμβριος (οι νεότεροι).
Εξέτασαν διαγνώσεις από εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας για διαταραχές όπως ΔΕΠΥ, αυτισμό, άγχος και κατάθλιψη.
Παιδιά και ΔΕΠΥ
Τα παιδιά που γεννήθηκαν Οκτώβριο-Δεκέμβριο, τα νεότερα δηλαδή της τάξης, είχαν σταθερά υψηλότερα ποσοστά ψυχιατρικών διαγνώσεων, σε σχέση με τα παιδιά που γεννήθηκαν Ιανουάριο-Μάρτιο. Συγκεκριμένα, οι πιθανότητες λήψης διάγνωσης για οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή ήταν αυξημένες κατά 15-43% για τα νεότερα παιδιά.
Η ΔΕΠΥ εμφάνισε τις πιο έντονες διαφορές στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά από 9μηνη κύηση. Τα νεότερα κορίτσια είχαν 78% μεγαλύτερη πιθανότητα διάγνωσης με ΔΕΠΥ στις ηλικίες 4–10 σε σχέση με τα μεγαλύτερα κορίτσια. Για τα αγόρια, το ποσοστό ήταν 45%. Το φαινόμενο της «σχετικής ηλικίας» επηρέασε, επίσης, διαγνώσεις αυτισμού, άλλων αναπτυξιακών διαταραχών και συναισθηματικών καταστάσεων, όπως το άγχος και η κατάθλιψη.
Τα πρόωρα κορίτσια που ήταν και τα νεότερα στην τάξη είχαν τον υψηλότερο κίνδυνο, για την ακρίβεια 43% αυξημένες πιθανότητες για οποιαδήποτε ψυχιατρική διάγνωση.
Διπλός ο κίνδυνος για τα πρόωρα παιδιά
Τα παιδιά που γεννιούνται πρόωρα ήδη έχουν αυξημένες δυσκολίες στην ανάπτυξη και συμπεριφορά τους. Ο εγκέφαλός τους χρειάζεται περισσότερο χρόνο να αναπτυχθεί και συχνά έχουν προβλήματα συγκέντρωσης, αυτοελέγχου και διαχείρισης συναισθημάτων, δεξιότητες που είναι κρίσιμες για τις επιδόσεις και την επιτυχία τους στο σχολείο.
Το να είναι ταυτόχρονα πρόωρα και τα μικρότερα στην τάξη δημιουργεί έναν «διπλό κίνδυνο». Αυτά τα παιδιά αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της πρόωρης γέννησης, ενώ συγκρίνονται με συμμαθητές που μπορεί να είναι έως και ένα χρόνο πιο ώριμοι αναπτυξιακά. Η μελέτη έδειξε πως τα πρόωρα παιδιά που γεννήθηκαν αργά μέσα στο έτος είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να επηρεαστεί η ψυχική τους υγεία, ανεξάρτητα από το φύλο ή την ηλικία.