Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών: Η επίδραση του σωματικού βάρους
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών (ΣΠΩ) είναι η πιο συχνή ενδοκρινολογική διαταραχή στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, με συχνότητα που κυμαίνεται στο 5-10%. Η διάγνωση του γίνεται όταν υπάρχουν ακανόνιστες περίοδοι, υπερβολική τριχοφυΐα και πολλές μικρές κύστες στις ωοθήκες.
«Το ΣΠΩ παραμένει μια αινιγματική κατάσταση, η παθοφυσιολογία του είναι πολύπλοκη και είναι αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ γενετικής, επιγενετικής, δυσλειτουργίας των ωοθηκών, ενδοκρινικών, νευροενδοκρινικών και μεταβολικών μεταξύ άλλων αλλαγών» επισημαίνει ο κ. Βασίλειος Νίκας, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΛΗΤΩ και συνεχίζει:
«Η αντίσταση στην ινσουλίνη πιστεύεται ότι είναι υπεύθυνη για τις ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές που παρατηρούνται στο σύνδρομο. Το ΣΠΩ έχει δύο φαινότυπους, τον υπέρβαρο/παχύσαρκο και τον νορμοβαρή/αδύνατο, με τον τελευταίο να αποτελεί την πολύ λιγότερο συχνή εμφάνιση του συνδρόμου με 20-50% των γυναικών με ΣΠΩ να είναι κανονικού βάρους ή αδύνατες. Στο μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό ασθενών με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος (BMI-ΔΜΣ, ≤25 kg/M2 ) η διάγνωση και η θεραπευτική προσέγγιση είναι δυσκολότερη. Αυτές οι περιπτώσεις ονομάζονται νορμοβαρές ΣΠΩ.
Άλλα ενδοκρινικά αίτια και γενετικές διαταραχές με παρόμοια κλινική εικόνα πρέπει να αποκλείονται σε τέτοιες περιπτώσεις προτού τεθεί η διάγνωση. Υπάρχει ομοφωνία ότι το ΣΠΩ είναι μια διάγνωση αποκλεισμού. Το σύνδρομο πρέπει να διαγνωστεί αφού έχουν αποκλειστεί καταστάσεις, όπως το σύνδρομο Cushing, διαταραχές του θυρεοειδούς, ιδιοπαθής υπερτρίχωση και υπερπρολακτιναιμία.
Περίπου το 80% των ατόμων με ΣΠΩ έχουν τιμές ΔΜΣ πάνω από το κανονικό ή υψηλό και παρουσιάζουν τυπικά χαρακτηριστικά, όπως υπερανδρογονισμό, πολυκυστικές ωοθήκες στην υπερηχογραφική απεικόνιση και ινσουλινοαντίσταση. Αυτά τα άτομα συχνά παραμένουν αδιάγνωστα μέχρι να αντιμετωπίσουν προβλήματα γονιμότητας ως ενήλικες.
Ένα μικρότερο, αλλά διακριτό ποσοστό γυναικών με ΣΠΩ έχουν φυσιολογικό ή χαμηλό ΔΜΣ και μπορεί να έχουν ή όχι συμπτώματα, όπως ακανόνιστο εμμηνορροϊκό κύκλο ή ακμή.
Τα παχύσαρκα άτομα με ΣΠΩ υποφέρουν από πιο σοβαρές ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές σε σύγκριση με τα αντίστοιχα τους φυσιολογικού βάρους. Έχουν διερευνηθεί μεταβολικές αλλαγές σε αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ σε σχέση με τις υπέρβαρες, καθώς και αλλαγές στα επίπεδα των πεπτιδικών ορμονών αδιπονεκτίνη και γκρελίνη. Αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ είχαν σημαντικά μεγαλύτερη αντίσταση στην ινσουλίνη σε σύγκριση με τους αντίστοιχες με παρόμοια ΔΜΣ που δεν έχουν ΣΠΩ. Ωστόσο, το ποσοστό της IR (ινσουλινοαντίστασης) ήταν ακόμη μεγαλύτερο σε παχύσαρκες γυναίκες με το σύνδρομο. Παρόλο που υπάρχουν ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές και σε αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ, οι αλλοιώσεις είναι πιο σοβαρές σε παχύσαρκα άτομα», τονίζει ο κ. Νίκας.
Θεραπεία του συνδρόμου
«Η απώλεια βάρους θεωρείται θεραπεία πρώτης γραμμής στις γυναίκες που παρουσιάζουν τον παχύσαρκο φαινότυπο του ΣΠΩ, αλλά αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη σε αδύνατες γυναίκες με το σύνδρομο. Οι θερμιδικοί περιορισμοί είναι περιττοί, καθώς στις αδύνατες γυναίκες δεν είναι απαραίτητη η απώλεια βάρους. Αντίθετα, οι αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ θα πρέπει στοχεύουν στη διατήρηση του βάρους τους σε φυσιολογικά επίπεδα.
Οι τροποποιήσεις του τρόπου ζωής με τροφικές παρεμβάσεις και η τακτική σωματική δραστηριότητα (προπόνηση με αντιστάσεις, π.χ. άρση βαρών ή ασκήσεις με σωματικό βάρος, ενώ το τρέξιμο δεν προτείνεται) έχουν δείξει βελτιωμένη αντίσταση στην ινσουλίνη και βελτίωση στον υπερανδρογονισμό, μεταξύ άλλων ευεργετικών επιδράσεων.
Η ψυχολογική και συναισθηματική υποστήριξη είναι επίσης απαραίτητη, καθώς οι αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν προβλήματα κατάθλιψης και άγχους. Τα αδύνατα άτομα με ΣΠΩ πρέπει να ενθαρρύνονται να καταναλώνουν λαχανικά και φρούτα για να διασφαλιστεί ότι έχουν επαρκή παροχή διαφόρων ιχνοστοιχείων, βιταμινών και θρεπτικών συστατικών.
Η μετφορμίνη είναι ένας παράγοντας ευαισθητοποίησης στην ινσουλίνη. Η χρήση μετφορμίνης είναι πιο επιτυχής στην αποκατάσταση της εμμήνου ρύσεως (55%) και της ωορρηξίας (45%) σε αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ σε σύγκριση με τις παχύσαρκες αντίστοιχές τους.
Η χορήγηση μυοϊνοσιτόλης (3 g/ημέρα) φαίνεται να έχει θετική επίδραση στις αδύνατες γυναίκες με ΣΠΩ. Η θεραπεία οδηγεί σε μείωση της LH, των ανδρογόνων, της CRP και την αντίστασης στην ινσουλίνη. Το ορμονικό προφίλ και η ωορρηξία αποκαταστάθηκαν σε γυναίκες με ΣΠΩ», αναφέρει.
«Η έγκαιρη διάγνωση και εξατομικευμένη θεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη για την βελτίωση των μεταβολικών και ενδοκρινολογικών παραμέτρων του Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών, τόσο σε υπέρβαρα, όσο και σε νορμοβαρή άτομα» καταλήγει ο κ. Νίκας.